κανονικοῦ

κανονικοῦ
κανονικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντάγωνο — Πολύγωνο που έχει δεκαπέντε γωνίες και επομένως, δεκαπέντε πλευρές. Αν η περιφέρεια ενός κύκλου διαιρεθεί σε 15 ίσα μέρη και συνδέσουμε με ευθείες τα σημεία της διαίρεσης ανά ένα, δύο, τέσσερα και εφτά παίρνουμε αντίστοιχα τις πλευρές… …   Dictionary of Greek

  • πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κυκλοτομία — Η διαίρεση του κύκλου σε ν ίσα μέρη (ν = 2, 3, 4,…). Το πρόβλημα αυτό είχε απασχολήσει τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι έθεταν τον περιορισμό να χρησιμοποιούνται κατά τη λύση του μόνο ο κανόνας και ο διαβήτης. Το πρόβλημα ισοδυναμεί με την… …   Dictionary of Greek

  • διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • δεκάγωνο — Πολύγωνο που έχει δέκα γωνίες και, επομένως, δέκα πλευρές. Κανονικό δ. λέγεται εκείνο που έχει όλες τις πλευρές και όλες τις γωνίες του ίσες. Το κανονικό δ., όπως όλα τα κανονικά πολύγωνα, μπορεί να εγγραφεί και να περιγραφεί σε έναν κύκλο. Αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”